Powered By Blogger

Thursday 27 October 2011

Το Σημείο Του Φωτός. Ο Προβολέας.


Εδώ κάτω, σε τούτα τα χωράφια τα ξερά, τέτοια εποχή. Τέτοια ώρα πιά λευκά, από την βραδυνή πάχνη. Δαγκώνει το κρύο που σέρνεται και βρήσκει τον δρόμο του μέσα στο δωμάτιο από τις όχι και τόσο καλές επαφές των παραθύρων.
Εδώ λοιπόν, που λίγοι πλέον ζητούνε το ηλεκτρικό φώς, και προτιμούνε τη φλόγα. Τη φωτιά, γιατί δεν τους δίνει όραση μονάχα, αλλά τους ζεσταίνει κιόλα αυτές τις νύχτες τις ριμάδες. Τα βράδια αυτά που το νεφέλωμα χαμηλώνει να κάνει παρέα στη μάνα γή, να ψαπλώσει πάνω της, να της χαιδέψει τα μαλλιά.
Εδώ, εδώ ναι…  Το βρήκα, πως η ποίηση και η μουσική, με τα πολυερμήνευτα νοήματά τους, είναι οι καλύτεροι τρόποι να εκφράσεις την απογοήτεση για αυτό τον κόσμο. Να εκφράσεις  τα πιστεύω σου, να χαρακτηρίσεις το τσίρκο των ανθρώπων.
Λιοντάρια με λιμαρισμένα τα δόντια… Ελάτε κυρίες και κύριοι και μικρά παιδιά, περάστε στο σπίτι με τους καθρέπτες, να γελάσετε με τους παραμορφωτικούς μας, δε σας δίχνει κανείς όπως πραγματικά είστε. Περάστε και αφήστε τον οβολό σας στο κουτί των πληρωμών…
Ετσι λοιπόν… Εάν μιλήσει κανείς ευθέως, θάνατος τον περιμένει. Ελάτε στο τσίρκο… να σας ζεστάνουμε με ένα προβολέα, στο σημείο εκείνο σταθείτε, που πέφτει το φώς.

Συνεχίζεται...



Tuesday 25 October 2011

ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΕΣ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΕΣ


Μέσα από τα ξεθωριασμένα σύννεφα σαν σκουριασμένες κλειδαριές του φεγγαριού και της νύχτας, ξεπροβάλει ένας ήλιος, το κλειδί που ξεκλειδώνει την αναμονή μας...
Τα σκαλοπάτια υγρά, και κάθε βήμα μου βιαστικό…
Πάνω τους χτυπά με υπόκωφους ήχους σε μια απελπιστικά παλιά πόλη…
Σε ένα χώρο που δεν κινείται, κάθε στιγμή είναι η ίδια σαν φωνή που  μαγνητοφωνείται, επαναλαμβάνεται για τη στιγμή που διαρκεί μια ζωή,
Ο πρωινός Διαυγής-Αέρας σε λιβάδια εξορίας, ενοχλεί τα Daffodil όπως οι πέτρες που κάποτε έπεσαν πάνω σε κάποια άλλα…
Για να χτίσουν δρόμους, δρόμους που πατήθηκαν από ταξιδιώτες που ποτέ όμως δεν τους πρόσεξαν…
Δεν πρόσεξαν τους δρόμους…
Είχαν τα μάτια τους προσηλωμένα στον προορισμό τους…
Και όμως δεν πρόσεξαν ένα ολόκληρο ταξίδι, ένα άλλο προορισμό, τον πόνο και τον θάνατο…
Το ταξίδι της πέτρας από τον βράχο…
Ο προορισμός της κάτω από τα βήματά τους…
Τον πόνο των Daffodil
Και τον θάνατό τους…
Και αν οι πέτρες χαλάσουν κανείς τους δεν θα τις προσέξει…
Πέρα από τα Daffodil που θα βγουν από την υγρή φυλακή τους στον Διαυγή-Αέρα…
Τον Διαυγή-Αέρα που μεταφέρει πάνω από την θάλασσα, την αγάπη μου σε ένα μακρινό λιμάνι...
Που να είσαι σήμερα και με ποιόν να μιλάς;
Γιατί να χρειάζεται να ψάχνω στην ψυχή μου για να βρω τον λόγο που ψάχνω;
Επίχρυση δημιουργία ασφυκτιεί γύρω μου από την ελευθερία,
Που λίγοι σήμερα δεν φοβούνται, και η υγρασία συνεχίζει να παγώνει πάνω στο φλάουτο που κρατώ και που χρυσίζει σε μια έκλαμψη ζηλοτυπίας προς τον ήλιο…
Όταν θα μπορέσω να τρέξω χωρίς λόγο, θα τρέξω χωρίς πνοή…
Μα τώρα τρέχω γιατί ο ανατέλλων ήλιος ήταν κόκκινος…
Και οι σοφοί μιλούν για φωτιές…
Και οι προφήτες για οιωνούς…
Κάθε σπίτι αχνίζει στην ανταλλαγή ζωής με τον ήλιο…
Όλοι θα ζεσταθούν και σήμερα…


Το κοκκινόχωμα επιπλέει στον αέρα και λεκιάζει τους θνητούς…
Η καθαρή αντίληψη γεμίζει κόκκους άμμου…
Στις σκεπές κοράκια και πουλιά τρομαγμένα από τους ουρανούς…
Μια θάλασσα από συναισθήματα περιβάλλει τις κοιμισμένες νήσους…
Κάθε μαύρο σύννεφο που κρύβει τον ήλιο από τους σιωπηλούς αμνούς…
Περιμένει τον πολεμιστή με το σπαθί-χωρίς θήκη, μια δύναμη πάθους…
Και οι πύλες της πόλης κλειστές, για φίλους και εχθρούς…

Οι πέτρες που ποτέ δεν ακούν…
Και εμείς που ποτέ δεν τις ακούμε…
Δεν σημαίνει ότι δεν μιλούν….

Και ο άνεμος συνεχίζει το ταξίδι του στις Kirtle των θεών…
Καθώς η κοκαλιάρα κόρη μεταφέρει ζωή διαθέσιμη για ζωή…
Και ο Μαύρος-Κύκνος επιμένει να τραγουδά στη σιωπή των αμνών…
Έτσι ανάβει και η σημερινή μέρα, μια ίσως ακόμη στριφνή…
Οι κουρασμένοι ήρωες πλένουν τα πόδια τους στη ζέστη ακτινών…
Να ζεσταθεί το κρύο  δέρμα από την παγωνιά της νύχτας και η ψυχή…
Και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού γυαλίζει την θαμπάδα των ακτινών…


  Οι πέτρες που ποτέ δεν ακούν…
Και εμείς που ποτέ δεν τις ακούμε…
Δεν σημαίνει ότι δεν συμφωνούν…

Το γρήγορο ποτάμι επιπλέει στο φως της καινούριας ημέρας….
Και ο άνεμος σφυρίζει σε ένα σπασμένο φλάουτο σε ξερά χορτάρια…
Η βορινή φωτιά δεν κάνει το ταξίδι του νεκρού ‘υπέρτατο πέρας’…
Και οι παλιοί λεν πως έβαφε κόκκινα τα παζάρια…
Και το δέντρο που έγινε λαούτο εκδικείται τους ξιφομάχους της πένας…
Κολλώντας τα όνειρά τους με το ρετσίνι από τις πληγές τους (κοντάρια)…
Και το θλιμμένο πρόσωπό της θυμάμαι μέσα από το θαμπό τζάμι της ημέρας…
Κοιτούσε την έξοδό μου από ένα μονοπάτι, άγνωστο, χωρίς χνάρια…

 Οι πέτρες που ποτέ δεν ακούν…
Και εμείς που ποτέ δεν τις τραγουδούμε…
Δεν σημαίνει ότι δεν το επιθυμούν…


Και η αλήθεια χωρίζει τους ερωτευμένους…
Όχι αυτούς που αγαπιούνται…
Αυτούς τους ενώνει, γιατί δεν είναι μια σύντομη τρέλα,
Είναι κάτι που είναι…
Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει…
Ενώ το ψέμα παίρνει υπόσταση μόνο για λίγες στιγμές,
Για να ομορφύνει, να απαλύνει, να αλλάξει…
Το ψέμα είναι μια μορφή μαγείας,
Όπως ο έρωτας….
Και η αγάπη είναι μια μορφή θεού…
Όπως ο κόσμος, η αλήθεια, η ελευθερία… η αγάπη…
Και η αγάπη είναι μια μορφή αλήθειας…
Γεφυρώνει αποστάσεις, ιδέες, ανθρώπους…
Είναι ιδέα, αλλά και τα πάντα…

Όταν θα περπατάς αυτούς τους δρόμους,
ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ
Ακολούθα την όπου σε πάει…
Υγρή, σκληρή, εύπλαστη…
ΕΝΑ ΨΕΜΑ
Η αλήθεια της είσαι εσύ,
Που και συ αλλάζεις,
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΘΑΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Η αλήθεια είναι το μυαλό σου…
Και όμως και αυτό αλλάζει…
ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΣΕ ΑΓΑΠΑ
Η πνοή της, το άγγιγμά της…
Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ
Και πάλι όχι…
Δεν τελειώνει ποτέ…

Κάποτε, όταν θα βρεις την αλήθεια…
Θα γίνει πιο περίπλοκη ώστε να συνεχίσεις να την ψάχνεις…
Και αυτό θα κάνεις…
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ
όσο δεν σταματήσεις να είσαι ελεύθερος…
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Στάσου και άκου τις πέτρες…

Οι πέτρες που ποτέ δεν ακούν…
Και συ που ποτέ δεν σταματάς…
Δεν σημαίνει ότι δεν σου μιλούν…

Πάντα θα σου λεν τι βλέπουν στην ακινησία τους…

Καθώς σε ένα χρόνο που δεν κινείται,
Κάθε στιγμή είναι η ίδια…
Επαναλαμβάνεται για τη στιγμή που διαρκεί μια ζωή…



Gήμερα η μέρα που ξημέρωσε,
Γεννήθηκε σαν ατμός από τους αναστεναγμούς των ερωτευμένων στον πρωινό παγωμένο αέρα…
Και όμως, σήμερα και κάποιος άλλος γεννήθηκε.
Αργά το βράδυ, στην αλλαγή της μέρας.
Στη γιορτή του ήλιου…

Έχει σημασία η μέρα;
Σε άχρονα μονοπάτια κινούμαστε…
Σοφοί, προφήτες, πλούσιοι, φτωχοί, βλαμένοι…
Και γύρω… γύρω τριγυρνάν οι ψυχές μας.
Και το δρεπάνι του Δρυίδη στάζει από το χρυσό σημερινό φως, πάνω στον λευκό μανδύα…
Ένα ποτάμι γλυκό κρασί,
Στην ταβέρνα του δρόμου
Και έτρεξα στο δρόμο προς την πλατεία…
Να βρω το περιστέρι που πέταξε αργά από το δωμάτιό μου αυτό το ξημέρωμα…
Με το φλάουτο στο χέρι μου,
Να σφυρίζει στον αέρα που σκίζει το σώμα μου…
Στην πλατεία όπου κείτονται οι νεκροί νάρκισοι,
Και μαζεύουν την ψυχή τους οι τραυματίες της χθεσινής νύχτας…
Και γράφω τραγούδια μαζί τους…
Τα νυχτερινά σκοτάδια με αγκαλιάζουν,
Και οι φοβισμένες μας σκιές στα μάτια μας φωλιάζουν.
Κάθε στιγμή του Αυγούστου περνά κοντά μου.
Και οι φωνές μου πνίγονται, στη σιγανή μιλιά μου.
Οι βουβές αναμνήσεις δεν ξεφτίζουν…
Τα τραγούδια που δεν γράφω, εξατμίζονται,
Και οι νύχτες, μες στις μέρες συνοψίζονται…
Σε ένα τραγούδι που χαρίζεται…
Και με τον άνεμο, σε σένα που σε έχασα σε μακρινή γη,
Μεταφέρεται και στα πόδια σου στροβιλίζεται..

Πόσα όνειρα κάνουν έναν άνθρωπο να χαθεί;

Δεν ζει ο καθένας με τα όνειρά του…
Μόνο όσοι είναι δυνατοί να αντέξουν το γεγονός ότι τελειώνουν…
Και ποτέ δεν θα δουν το τέλος των ονείρων τους…
Έχω άραγε αυτή την δύναμη;

Οι μακρινοί ορίζοντες περιβάλλουν τα όνειρά μου…
Το να υποφέρει η συνείδησή σου από ένα σταυροδρόμι…
Ανάγκη για άλλες γαίες και άλλους τόπους…
Που κοιμούνται σε βορινούς ανέμους…

Και η μητέρα γη ετοιμάζει τους πρώιμους σπόρους,
Ενός μενεξεδιού φεγγαριού φως, πάνω από τα πιστεύω αυτού του τόπου…
Και δύει πίσω από ένα μαύρο βουνό που κρύβει την θέα…
Αλλά θα ήταν έτοιμα να θαφτούν μέσα στο φυλακισμένο μπουντρούμι της νύχτας…
Που –πιστεύω- θα μπορούσα μέσα του να επιζήσω από το βασανιστικό σωστό…

Αλλά η φωτιά αρπάζει την εξουσία και είναι μέρα.
Και εσείς φτιάχνετε για τους εαυτούς σας αυτοπαθή παιχνίδια.
Και κανείς δεν πετά μακριά…
Και όλοι μαθαίνετε το απόφθεγμα του παιχνιδιού…


‘Άσε με να σου δώσω ένα μέρος να μείνεις…
Και συ φαίνεσαι να πήγαινες σαν κι εμένα ένα κατηφορικό μονοπάτι στον ίδιο δρόμο…’

Σαν βαρύ μέταλλο που κυλά…
Ήταν ο παράξενος γέρος στην γωνιά…
Όταν τα μεσημέρια μας πλησιάζουν…
Τα κύτταρά μας αλαλάζουν…
Πείνα για την στιγμή μια ακόμη φορά…
Χωρίς να σε νοιάζει αν η επόμενη θα είναι κοντά…
Και αυτός ερχόταν από μακριά…
Τα χέρια του καμένα από την πάνω μεριά…
Τα μακριά του λευκά μαλλιά, σγουρά…
Οι μπότες καφέ δέρμα μα μαυρισμένο…
Και τα μάτια το ίδιο…
Τα μπράτσα δυνατά και το γένι καθαρό σαν την ψυχή και την αντίληψη…
Το να ξέρεις τι θες όταν τα φρύδια σμίγουν…
Όταν πειράζεις τις φωνητικές χορδές…
Και δεν θυμάμαι πώς και πότε μα μου μίλησε για τους περιπλανητές…



Thursday 18 August 2011

Celtic Lullaby

Κέλτικα νανουρίσματα.

Βασίλεψε ο ήλιος, και ήρθε η ώρα οι φαροφύλακες σε κάποιο βράχο να πιάσουνε δουλειά, κάποια καταιγίδα θα σιγοβράζει στον ορίζοντα, μέσα στα πυρακτωμένα σύννεφα...Ετσι κοιμούνται οι θεοί, στους πέτρινους θρόνους τους απάνω στο στερέωμα, με αέριδες και βροχή να λυσομανάει γύρω τους. Ετσι νανουρίζονται οι αρχαίοι τιτάνες, έτσι σμίγουν στο όνειρο...

Here comes the dusk and the setting sun,
Here comes the hour, for the lighthouse keepers first shift.
On some barren rock they stand, storm watching the horizon
Though the burning clouds.
Thus the gods go to sleep,
Up on the heavens, at their stone thrones.
With abysmal gales all around, winds and rain hauling.
Thus the old titans go to sleep, with such a lullaby of wind and rain,
Thus they meet in dreams...

SNK


http://www.youtube.com/watch?v=kEu4xXaLmQU&feature=share 

Saturday 23 July 2011

Στοιχειά του βάλτου


Στοιχειά του βάλτου


Στα μέρη αυτά βαλτοτόπια καταπίνουνε στρατούς.
Ζώα άγνωστα και τεράστια δαμάλια στην ησυχία του εσπερινού, ακούς να βρυχούνται απο κει μέσα.
Εδώ ο κόσμος είναι απλός και μέσα στην φτώχια , το ποδάρι βουτά
στο υγρό χώμα και χωμάτινο παππούτσι φτιάνει,
από λάσπη και από ήλιο.

ΣΝΚ

Friday 22 July 2011

Νύμφες του Αχελώου


Νύμφες του Αχελώου

Εδώ είναι τα Δάσα με τα πλατάνια,
όπου οι γυναίκες πλένουν τα ρούχα στα τρεχάτα νερά και την άσπρη λεία πέτρα,
όπου καθρεπτίζεται το νερό σαν πέσει ο ήλιος πάνω του.

Εδώ βατράχια ζουν αρχαία,
ψάρια μαύρα με χοντρά τα κεφάλια και ποδάρια χορταίνουν
τον βοσκό,
και το καθάριο ρέμα ξεδιψά τα αρνιά.

Σκάς και ζαλίζεσαι απ' το οξυγόνο και πέφτεις σε ύπνο βαθύ και ανήσυχο.
Τα φαντάσματα των δέντρων και των νερών οι νύμφες, τότε εισβάλουν στα όνειρά σου,
 και.. χορεύουν... σε αγαπούν, σε μισούν, σε συνεπαίρνουν…

ΣΝΚ 





Wednesday 20 July 2011

Αυτή τη φορά ο Ωδησσέας δεν γύρισε.

Αυτή τη φορά ο Ωδησσέας δεν γύρισε.
Πράξη πρώτη…

Βράδυ, μα δεν είχε ακόμη σκοτεινιάσει… η μήπως δεν είχε σκοτεινιάσει επειδή ο ήλιος που καίει μέσα μας, που ζεσταίνει τις καρδιές μας με ελπίδα, για αυτόν ακόμη δεν είχε δύσει;

-         τι τρομεροί και απόκρημνοι γκρεμνοί
φέρνουν αέρηδες από τα υπόγεια νερά κάτω από τη γη,
σβήνουν την κραυγή που σηκώνεται στο λαιμό μου,
αυτή που ζητά λίγο από την βροχή σου. Πίστευα, πως όταν κάποιος ζητά κάτι με όλη του την ψυχή, κάποια ριμάδα στιγμή τα καταφέρνει να βρει τον δρόμο προς την Ιθάκη του. Σαν τον οδυσσέα, που μας μάθανε, όταν μας ερμινεύαν να μην καταθέτουμε ποτέ τα όπλα.

Μια φιγούρα δίπλα του στο σκοτάδι με την πλάτη γυρισμένη

-όχι! Δεν σου μάθανε να μην καταθέτεις τα όπλα... κι όμως δεν στο μάθανε. Σε σιχάθηκε η ψυχή μου… τρέξε για ακόμη μια φορά στους άνυνδρους θεούς σου και ζήτα τους να σε ποτίσουν αυτοί, να ικανοποιήσουν αυτοί την δίψα σου, να σε δω και εγώ άλλη μια φορά πόσο μόνος σου είσαι, να ευχαριστηθούν τα μάτια μου. Να σε δώ να μην ξέρεις που να τραβήξεις, να μην έχεις σκοπό. Να δω τότε τι θα μου ψιθυρίσεις για άλλη μια φορά στο σκοτάδι.

ο άνθρωπος κάθεται πάνω σε ένα βράχο, δίπλα από ένα γκρεμό, και ακούγονται στο σκοτάδι τα κύματα να σκάνε πάνω στον γρανιτένιο όγκο της γης.

 -ξεκίνησα…

-σταμάτησες όμως!!! Έπεσες!!!

-ξανασηκώθηκα… ξανασηκώθηκα, μόνο για να ξαναπέσω…
Το ξέρω πως οι θεοί μου είναι άπιαστοι και δεν είναι εδώ για να με βοηθήσουν και έτσι βοήθεια δεν ζητώ. Από σένα όμως ζητώ, ζητώ να με αφήσεις να μείνω ο εαυτός μου. Κουράστηκα να πρέπει να αλλάζω. Μπορεί αυτή να είναι η ιθάκη που ο κάθε άνθρωπος ψάχνει.

Η φιγούρα που ήταν σκυφτή σηκώνει το κεφάλι. Τα μακριά μαλλιά του πέφτουν πάνω στην ακάλυπτη πλάτη του. Φαίνεται να κρυώνει, και η όλη κίνηση μπλέκει με την έκπληξη των λεγόμενων του ανθρώπου. Ο άνθρωπος συνεχίζει.

-Άκουγα τις φωνές των παιδιών. Τις ζήλευα… παίζανε τα απογεύματα στο δάσος… έστριβα όπως έστριβε ο δρόμος, και να τα εκεί, να παίζουν και να φωνάζουν και να ξεχειλίζει η χαρά και η φαντασία. Και γω έστριβα σαν ο δρόμος έστριβε, και χανόμουν και χανόταν και η χαρά και χανόταν η φαντασία. Και ίσιωνε ο δρόμος και ίσιωνα και γω τα βήματά μου, μια μεγάλη στροφή ο δρόμος… και ακολουθούσαν τα βήματά μου. Και πήγαινα όπου με πήγαινε και νόμιζα πως και γώ προς την χαρά ότι πήγαινα. Και όταν έφτανα και τελείωνε ο δρόμος… το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν για άλλη μια φορά να τον βαδίσω ανάποδα. Να γυρίσω πίσω…

-να γυρίσεις πίσω…που…;

-και γυρνούσα πίσω και ξανά έστριβα όπου ο δρόμος έστριβε και δεν άκουγα τις παιδικές φωνές πια και περνούσα από το δάσος και δεν έβλεπα παιδιά… είχε νυχτώσει και είχαν φύγει… απόκαμαν από το παιχνίδι, χόρτασαν χαρά, ξέσπασαν σε γέλια την φαντασία τους… και γω να θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα…

-και δεν ξέσπαγες γιατί ήξερες! Ήξερες πως ο μόνος που έφταιγε ήσουν εσύ. Που δεν ένιωθες τους ανέμους που είχανε αλλάξει.

Η φιγούρα στρίβει το κεφάλι της και τον κοιτά. Φωτίζεται το πρόσωπο και φορά μια περικεφαλαία απλή, μεσαιωνική.

-δεν ένιωθες τους ανέμους που είχαν αλλάξει. δεν ήθελες να καταλάβεις. Ευκαιρίες στους θνητούς έρχονται σπάνια… ο άνθρωπος δεν τις περιφρονεί. Τι νομίζεις; Πως κάθε φορά θα φτιάχνεις μόνος σου τις ευκαιρίες σου; είσαι τίποτα. Θνητός είσαι και θα πρέπει να αλλάζεις με τους τρόπους που οι ευκαιρίες έρχονται.

-μα τότε ποιος θα είμαι;

-         γιατί τώρα τι είσαι; Δεν ξέρεις ούτε τώρα τι είσαι.

-         είμαι αυτός που έφτασε ως εδώ με τις δικές του πράξεις.

Ο άνθρωπος σηκώνεται από τον βράχο που κάθεται, πέφτει φως και στο δικό του πρόσωπο… φοράει και αυτός την ίδια περικεφαλαία.

-και μου είπε πως είναι καλύτερα και για τους δυό μας. Και κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι της και γύρισε να φύγει… στάσου, την έπιασα από το μπράτσο και μετά το χέρι. Και με πέταξε κάτω στο χώμα. Φεύγοντας, με σκέπασε με ένα σάλι που της είχα χαρίσει και το είχα πλέξει και ξεπλέξει τις ώρες που την περίμενα. Σα σάβανο το πέταξε πάνω μου. Και έτσι ήλπιζα, πως με το σκέπασμα των νεκρών, με το χώμα των νεκρών πως και τα συναισθήματά μου και η μνήμη μου θα πέθαιναν και αυτά. Νεκρά μπρός στο χρόνο και τη λήθη να στέκονται και να ανοίγω εγώ τα παράθυρα από το σπίτι μου το βράδυ. Να τρεμοπαίζουν τα κεριά και να αυτοκτονούν πάνω τους οι πεταλούδες. Και γώ να μην τις προσέχω μέσα σε αυτή την ατέλειωτη νύχτα. Γιατί δεν θα αισθάνομαι. Και θα με κοιτούν τα χρυσωμένα μάτια των θηρίων της νύχτας και τα αναμμένα των ανθρώπων. Θα κοιτούν τα δικά μου τα καρβουνιασμένα, τα σβηστά σαν το φυτίλι του κεριού το ξημέρωμα. Και γω δεν θα νιώθω τίποτα… θα έχω νεκρώσει τα συναισθήματα μου… και δεν θα την περιμένω να γυρίσει. Και θα καλοκαιριάζει μέσα στον χειμώνα και την απαλότητα των ανέμων του που κυκλώνουν τις μέρες του. Και δεν θα μου λείπει, και θα προσέχω την βροχή να λιώνει το χιόνι και δεν θα πονώ… και θα κοιτώ την αγριεμένη θάλασσα να ρίχνει τα κύματά  της πάνω στα βράχια και δεν θα μου την θυμίζουν όλα. Όμως μάταια να προσπαθώ να γίνω δολοφόνος του εαυτού μου. Όταν αρνείσαι τα συναισθήματά σου αρνήσαι εσένα τον ίδιο. Πως μπορεί το δέντρο να κόψει τις ρίζες του, πως μπορεί να πετάξει με μιάς όλα τα φύλα του την άνοιξη και να μη ξεραθεί; Ζητούσα τότε να ήταν εδώ. Μαζί μου… να μην χρειάζεται να γυρίσω εγώ… και αισθανόμουν…

-αισθανόσουν σκλάβος!!

-όχι!!! Δεν ήμουν σκλάβος
!!! (με μια κίνηση λύνει το μενταγιόν που φορούσε στο λαιμό του και το πετά στο πάτωμα)

-…(τον κοιτά η φιγούρα και αργά και απρόθυμα βγάζει και το δικό του από το λαιμό και το ακουμπά αργά στο πατωμα)

-         δεν ήμουν σκλάβος…

-         αυτό που έκανες θα το μετανιώσεις..!

-         μπορεί να ήμουν όμηρος, όχι σκλάβος. Ναι!!! Δεν ήμουν σκλάβος.

-         Τους ήρωές σου νομίζεις πως μοιάζεις… σε βλέπω τώρα πως τρέμεις… απόψε ανέτειλε ένα καλύτερο φεγγάρι κοίτα! Σιωπηλά κοίτα. Καταραμένος να ‘σαι. Καταραμένος στην αγάπη και το πάθος, θα φροντίζω εγώ. Για μένα πετάει το αποψινό φεγγάρι.

Ο άνθρωπος τον κοιτάει καθώς με τη λάμα ενός μαχαιριού σημαδεύει την παλάμη του

-         το βλέπω το φεγγάρι σου. Για σένα πετά, μα σε μένα χαμογελά, το φεγγάρι δεν είναι για σκλάβους…

-         το φεγγάρι είναι σκλάβος όμως.

-         Δεν είναι σκλάβος όποιος την δικιά  του θέληση ακολουθεί
-         Άσυλο να γυρέψεις… σε προειδοποιώ.

Ο άνθρωπος πλησιάζει την φιγούρα…

- κάνε πίσω!!!
Υπακούει ο άνθρωπος και κάνει πίσω κοιτώντας τη φιγούρα.

-σκέφτομαι…είναι ακόμη μια μέρα και ακόμη μια μέρα… αγαπημένη θάλασσα… θέλω να πάρω πίσω στο σπίτι μαζί μου το κόκκινο ιστίο μου… κόντευα να τρελαθώ μερικές φορές.

-         ήταν μέρες που σκοτάδια κύκλωναν την νοσταλγημένη πόλη. Και κοίταγα έξω από το παράθυρο μέσα στην ηχώ του σκοταδιού… και άκουγα τα κοπάδια να χάνονται μέσα στις υγρές σπηλιές. Και κοίταγα στα μάτια του σκοταδιού, και σε φανταζόμουν να κάνεις τα ταξίδια σου. Και σε περίμενα υπομονετικά να γυρίσεις πίσω. Να σε δώ να βαδίζεις στο κατώφλι. Να βάζεις το κλειδί στην κλειδαριά, να ανοίγεις την πόρτα και να ζητάς την συμβουλή μου. Και όλα τα χρόνια που λείπεις να με γερνάν μα να μην αλλάζω. Να μην υποκύπτω στις πράξεις που κατακλύζουν το σπίτι μου. Και ο πόνος που υποφέρει ποτέ να μην ανασαίνει. Που ήσουνα; Που ήσουν;

Ο άνθρωπος σιγοτραγουδά.
    - άνοιξα την πόρτα και μου την κλείσανε,
Άρπαξα τον χρόνο και καρτέρι έστησα,
Που ήμουνα; Όταν τους αέρηδες λύσανε;
Που ήμουν; Όταν τον τύμβο μου έχτιζα.

Στο βυθό που ο γιλγαμές το βοτάνι βρήκε,
Έριξα μαχαίρι και έχυσα κρασί,
Το μαχαίρι βαθιά στο σώμα μπήκε,
Και το κρασί, αίμα να το πιεις εσύ.

 Η φιγούρα σκίζει ένα κομμάτι από το ρούχο του και του το πετάει.

-         σταμάτα!!!
Ο άνθρωπος το παίρνει και δένει με αυτό την πληγή του.


(τέλος της πρώτης πράξης)